προσεκτής

προσεκτής
και προσέκτης, ὁ, ΜΑ
αυτός που ανήκει σε κάποιον («φροντίδα τῶν ὑπὲρ γῆς αὐτῷ κατὰ τὸ γένος προσεκτῶν ἔχειν», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -εκτης (< ἔχω), πρβλ. πλεον-έκτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”